- ψιλωτικός
- -ή, -ό / ψιλωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψιλῶ]αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν)μσν.γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά την ψίλωση, που αποφεύγει την δάσυνση («ψιλωτικοὶ καὶ οἱ Ἴωνες», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.